ἐδόκουν

ἐδόκουν
δοκέω
expect
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
δοκέω
expect
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
δοκόω
furnish with rafters
imperf ind act 3rd pl
δοκόω
furnish with rafters
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • 'δόκουν — ἐδόκουν , δοκέω expect imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐδόκουν , δοκέω expect imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐδόκουν , δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd pl ἐδόκουν , δοκόω furnish with rafters imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀδόκουν — ἐδόκουν , δοκέω expect imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐδόκουν , δοκέω expect imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἐδόκουν , δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd pl ἐδόκουν , δοκόω furnish with rafters imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ZERYNTHUS — urbs et antrum Hecates in Samothracia; Canis antrum Lycophroni. Inde Zerynthius adiectiv. Ovid. l. 1. Trist. El. 9. v. 19. Inde levi vento Zerynthia litora nactis Threiciam tetigit fessa carina Samon. Lycophr. ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς ὃ ἔςτι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …   Deutsch Wikipedia

  • PERICLITANTES — in Zeryntho, in antrum Hecatae dicatum, confugere olim soliti sunt, teste Aristophane in Pace. Ita autem de hoc antro, Nicandri Scholiastes, Ο` Ζηρύνθιον ἄντρον εν Σαμοθράκῃ φασὶν εἶναι Λυκόφρων δέ φησι, Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς ὅ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • συμπράττω — ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α [πράττω] πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ. γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι …   Dictionary of Greek

  • χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”